ψηφισματογράφος

ψηφισματογράφος
ψηφισματογράφος
one who drives a traffic in
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψηφισματογράφος — ὁ, Α εισηγητής ψηφισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφισμα, ατος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • ψηφισματογράφον — ψηφισματογράφος one who drives a traffic in masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφισματογράφους — ψηφισματογράφος one who drives a traffic in masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”